- πεντάκλιτος
- -η, -οαρχιτ.1. (για χριστιανικό ναό) αυτός που έχει πέντε κλίτη2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάκλιτοςχριστιανικός ναός με πέντε κλίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + κλίτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντάκλιτος — η, ο αυτός που έχει 5 κλίτη: Ναός πεντάκλιτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… … Dictionary of Greek